- ἀτάρχυτος
- ἀτάρχῡτος,A unburied, Ps.-Phoc.99, Lyc.1326; cf. ἀταρίχευτος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατάρχυτος — ἀτάρχυτος, ον (Α) [ταρχύω] ο άταφος … Dictionary of Greek